τσακίζω
(ρ.)
τσακίζω
[tsaˈcizo]
Ποτάμ.
Παθ.
τσακιούμαι
[tsaˈkume]
Τζαλ.
Αόρ.
τσακίστα
[tsaˈcista]
Ποτάμ., Τελμ., Τζαλ.
Μεσν. ρ. τσακίζω (γρ. τζακίζω). Πβ. το τσακίσει = ο κλήρος άσμα τελμ. (Αλεκτορίδης 716)
1. Σπάω, τσακίζω και μεσοπαθ. τσακίζομαι
Ποτάμ., Φάρασ.
:
Τσάκ'σεν πάνου του α γουμάρι ξύα
(Τσάκισε απάνω του ένα φόρτωμα ξύλα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Το δέντρι μας ντεβρίλντισε, τα κλώνοι μας τσακίστανε
(Το δέντρο μας έπεσε, τα κλαδιά μας τσακίστηκαν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
2. Μεσοπαθ., ρίχνω κλήρο
Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ.
:
|| Ασμ.
Ελάτε 'σείς οχτώ οι μαστόρ’, ελάτ’ ας τσακιστούμε
(Ελάτε εσείς οι οχτώ χτίστες, ας ρίξουμε κλήρο)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Εκάτσαν και τσακίστανε, εκάτσαν και τσακιούνται
(Έκατσαν και έρριξαν κλήρο, έκατσαν και ρίχνουν κλήρο)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342