ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακόντημα (ουσ.) τσακόνdημα [tsaˈkondima] Μαλακ., Φλογ. τσ̑ακόνdημα [tʃaˈkondima] Μισθ. τσακόνdεμα [tsaˈkondema] Αξ. Από το ρ. τσακονdώ και τα παραγωγ. επιθμ. -ημα.
1. Κατούρημα ό.π.τ. : Να βγω όξου σου τσ̑ακόντημα (Θα βγω έξω για κατούρημα) Μισθ. -Κοτσαν. Ντυό ασκελίμις πάν μι δου αμάξ', σου τσ̑ακόντημα ’ς χεσιώνα παίνει μι δου αμάξ' (Δυο δρασκελιές πάνε με το αμάξι, στο κατούρημα στην τουαλέτα πάνε με το αμάξι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αφόδευση Μισθ. Συνών. χέσιμο :1