τσακόντημα
(ουσ.)
τσακόνdημα
[tsaˈkondima]
Μαλακ., Φλογ.
τσ̑ακόνdημα
[tʃaˈkondima]
Μισθ.
τσακόνdεμα
[tsaˈkondema]
Αξ.
Από το ρ. τσακονdώ και τα παραγωγ. επιθμ. -ημα.
1. Κατούρημα
ό.π.τ.
:
Να βγω όξου σου τσ̑ακόντημα
(Θα βγω έξω για κατούρημα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντυό ασκελίμις πάν μι δου αμάξ', σου τσ̑ακόντημα ’ς χεσιώνα παίνει μι δου αμάξ'
(Δυο δρασκελιές πάνε με το αμάξι, στο κατούρημα στην τουαλέτα πάνε με το αμάξι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.