τσακοντουρού
(ουσ. θηλ.)
τσακονdουρού
[tsakonduˈru]
Σινασσ.
Από το ουσ. τσακοντούρι και το παραγωγ. επίθμ. -ού.
Κατρουλού
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025