τσακώνω
(ρ.)
τσακώνω
[tsaˈkono]
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
τσ̑ακώνω
[tʃaˈkono]
Αξ., Τελμ.
τσακώνου
[tsaˈkonu]
Σίλ., Φάρασ.
τσ̑ακώνου
[tʃaˈkonu]
Μισθ., Τσαρικ.
σακώνω
[saˈkono]
Αραβαν., Ουλαγ.
Παρατατ.
τσ̑άκωνα
[ˈtʃakona]
Αξ.
τσάκουνα
[ˈtsakuna]
Μισθ.
τσακώνκα
[tsaˈkoŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
τσάκουσα
[ˈtsakusa]
Μισθ.
τσάκ'σα
[ˈtsaksa]
Φάρασ.
Προστ.
τσάκω
[ˈtsako]
Δίλ.
Παθ.
τσακούμαι
[tsaˈkume]
Αραβαν., Σίλ., Τροχ., Φάρασ.
Αόρ.
τσακώθα
[tsaˈkoθa]
Φάρασ.
τσακώχα
[tsaˈkoxa]
Μισθ.
Μτχ.
τσακωμένο
[tsakoˈmeno]
Αξ., Γούρδ.
τσ̑ακουμένου
[tʃakuˈmenu]
Μαλακ., Μισθ.
Από το μεσν. ρ. τσακώνω (γρ. τζακώνω) = χτυπώ, αρπάζω.
1. Τσακίζω, σπάω
ό.π.τ.
:
Τσάκουσα του π'τάρι μ'
(¨Εσπασα το πόδι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάκω το καλά
(Σπάσε το καλά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τα καλάγια σ' τσακώνω τα
(Τα πλευρά σου τα σπάω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να τσακωθούν τα χέρια και τα πλευρά σ'
(Να σπάσουν τα χέρια και τα πλευρά σου· αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Αδαρά που να ζυμώσω τον κιγμά, πόσα ωβά να τσακώσω;
(Τώρα που θα ζυμώσω τον κιμά, πόσα αβγά να σπάσω;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Απ' ένα ξ̑ύλου ντώνουμ' τα, τσακώνουμ' τα, παίρουμ' τα να ντα φάμι
(Με ένα ξύλο τα χτυπάμε, τα σπάμε, τα παίρνουμε να τα φάμε, ενν. τα κρύσταλλα του πάγου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το σ̑ειμό τσ̑ιπ του μεϊβαδίουν οι νώμοι τσακώθαν
(Το χειμώνα όλα τα κλαδιά των οπωροφόρων δέντρων έσπασαν)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σέρ' ντου σου ναίκα τ' απάν', τσακών' ντου πτάρι τ'
(Το ρίχνει πάνω στη γυναίκα του, της σπάζει το πόδι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Τσακώνω χατίρ'
(Σπάζω χατίρι˙ Χαλώ χατίρι·η φρ. μεταφρ. δάν. από το τουρκ.<em> hatır kırmak</em>)
Φάρασ., Αξ.
Τσακώνω τη τιμή τ'
(Σπάζω την τιμή του˙ Το πουλώ φθηνότερα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Λερού το λαγήν' τσ̑εσμεγιού το στράτα τσακούται
(Η στάμνα του νερόυ στον δρόμο για τη βρύση σπάζει˙ Όταν κάτι χρησιμοποιείται ή γίνεται πολύ συχνά καταστρέφεται)
-Φωστ.-Κεσ.
Σαμου να τσακωθεί το κουμνί, άβ' ατσ̑είνο ταζόν τζ̑ο 'ίνεται
(Όταν σπάσει το σταμνί, γερό πάλι δε γίνεται˙ Για κάτι ανεπανόρθωτο)
-Λουκ.Λουκ.
Έχω ένα νύφ, μαίν' βγαίν', τσακών τα πτα̈́ρια τ'
(Έχω μιά νύφη, μπαίνει βγαίνει, σπάει τα ποδάρια της˙ Ο κουβάς)
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Ήρτι του πουλίτσι,τώκα, τσάκουσα ντου γίτσι τ'
Ήρτι μαύρο τ' μάνα, κλαίει αφορίζει (Ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, του έσπασα το πόδι
Ήρθε η μαύρη του η μάνα, κλαίει αφορίζει) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Ήρτι μαύρο τ' μάνα, κλαίει αφορίζει (Ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, του έσπασα το πόδι
Ήρθε η μαύρη του η μάνα, κλαίει αφορίζει) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β.
Η παθ. μτχ. = σπασμένος
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
2. Κοπανίζω, συνθλίβω, αλέθω
ό.π.τ.
:
Ντου γέλλ'μα τσάκουνάμ' ντου
(Το στάρι το κοπανίζαμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσάκω τα κρομμύια
(Κοπάνισε τα κρεμμύδια)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Παιρπαίσ̑καν το στο μύλος, τσ̑άκωναν το
(Το πήγαιναν στον μύλο, το άλεθαν)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
3. Προσβάλλω
Αξ.
:
'ς χώρα κοντά μη με τσακώνεις
(Μη με προσβάλλεις μπροστά στους ξένους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.