ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακώνω (ρ.) τσακώνω [tsaˈkono] Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. τσ̑ακώνω [tʃaˈkono] Αξ., Τελμ. τσακώνου [tsaˈkonu] Σίλ., Φάρασ. τσ̑ακώνου [tʃaˈkonu] Μισθ., Τσαρικ. σακώνω [saˈkono] Αραβαν., Ουλαγ. Παρατατ. τσ̑άκωνα [ˈtʃakona] Αξ. τσάκουνα [ˈtsakuna] Μισθ. τσακώνκα [tsaˈkoŋka] Φάρασ. Αόρ. τσάκουσα [ˈtsakusa] Μισθ. τσάκ'σα [ˈtsaksa] Φάρασ. Προστ. τσάκω [ˈtsako] Δίλ. Παθ. τσακούμαι [tsaˈkume] Αραβαν., Σίλ., Τροχ., Φάρασ. Αόρ. τσακώθα [tsaˈkoθa] Φάρασ. τσακώχα [tsaˈkoxa] Μισθ. Μτχ. τσακωμένο [tsakoˈmeno] Αξ., Γούρδ. τσ̑ακουμένου [tʃakuˈmenu] Μαλακ., Μισθ. Από το μεσν. ρ. τσακώνω (γρ. τζακώνω) = χτυπώ, αρπάζω.
1. Τσακίζω, σπάω ό.π.τ. : Τσάκουσα του π'τάρι μ' (¨Εσπασα το πόδι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Σάκω το καλά (Σπάσε το καλά) Ουλαγ. -Κεσ. Τα καλάγια σ' τσακώνω τα (Τα πλευρά σου τα σπάω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να τσακωθούν τα χέρια και τα πλευρά σ' (Να σπάσουν τα χέρια και τα πλευρά σου· αρά) Σινασσ. -Αρχέλ. Αδαρά που να ζυμώσω τον κιγμά, πόσα ωβά να τσακώσω; (Τώρα που θα ζυμώσω τον κιμά, πόσα αβγά να σπάσω;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Απ' ένα ξ̑ύλου ντώνουμ' τα, τσακώνουμ' τα, παίρουμ' τα να ντα φάμι (Με ένα ξύλο τα χτυπάμε, τα σπάμε, τα παίρνουμε να τα φάμε, ενν. τα κρύσταλλα του πάγου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το σ̑ειμό τσ̑ιπ του μεϊβαδίουν οι νώμοι τσακώθαν (Το χειμώνα όλα τα κλαδιά των οπωροφόρων δέντρων έσπασαν) Φάρασ. -Αναστασ. Σέρ' ντου σου ναίκα τ' απάν', τσακών' ντου πτάρι τ' (Το ρίχνει πάνω στη γυναίκα του, της σπάζει το πόδι) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Τσακώνω χατίρ' (Σπάζω χατίρι˙ Χαλώ χατίρι·η φρ. μεταφρ. δάν. από το τουρκ.<em> hatır kırmak</em>) Φάρασ., Αξ. Τσακώνω τη τιμή τ' (Σπάζω την τιμή του˙ Το πουλώ φθηνότερα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Λερού το λαγήν' τσ̑εσμεγιού το στράτα τσακούται (Η στάμνα του νερόυ στον δρόμο για τη βρύση σπάζει˙ Όταν κάτι χρησιμοποιείται ή γίνεται πολύ συχνά καταστρέφεται) -Φωστ.-Κεσ. Σαμου να τσακωθεί το κουμνί, άβ' ατσ̑είνο ταζόν τζ̑ο 'ίνεται (Όταν σπάσει το σταμνί, γερό πάλι δε γίνεται˙ Για κάτι ανεπανόρθωτο) -Λουκ.Λουκ. Έχω ένα νύφ, μαίν' βγαίν', τσακών τα πτα̈́ρια τ' (Έχω μιά νύφη, μπαίνει βγαίνει, σπάει τα ποδάρια της˙ Ο κουβάς) -Κωστ.Μ. || Ασμ. Ήρτι του πουλίτσι,τώκα, τσάκουσα ντου γίτσι τ'
Ήρτι μαύρο τ' μάνα, κλαίει αφορίζει
(Ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, του έσπασα το πόδι
Ήρθε η μαύρη του η μάνα, κλαίει αφορίζει)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Η παθ. μτχ. = σπασμένος Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
2. Κοπανίζω, συνθλίβω, αλέθω ό.π.τ. : Ντου γέλλ'μα τσάκουνάμ' ντου (Το στάρι το κοπανίζαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσάκω τα κρομμύια (Κοπάνισε τα κρεμμύδια) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Παιρπαίσ̑καν το στο μύλος, τσ̑άκωναν το (Το πήγαιναν στον μύλο, το άλεθαν) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
3. Προσβάλλω Αξ. : 'ς χώρα κοντά μη με τσακώνεις (Μη με προσβάλλεις μπροστά στους ξένους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.