ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλί (ουσ. ουδ.) τσαλί [tsaˈli] Γούρδ., Ποτάμ., Τροχ. τσ̑αλού [tʃaˈlu] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σίλ., Τελμ., Φλογ. Αρσ. τσ̑αλούς ο [tʃaˈlus] Φάρασ. Πληθ. τσ̑αλούδια [tʃaˈluðʝa] Φλογ. τσ̑αλούια [tʃaˈluʝa] Αξ., Δίλ. τσαλιά [tsaˈʎa] Φκόσ. Από το νεότ. ουσ. τζαλί (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 27.12.267 «τοίμασαν δώδεκα χιλιάδας δεμάτια τζαλιά, διὰ νὰ γεμίσουν τὸ χαντάκι τοῦ κάστρου»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çalı = θάμνος.
1. Θάμνος Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. : Εκεί είχαμι ένα μέγα τσ̑αλού, τσις καντ’ είσ̑’ σι̂τμά, παίρνοσκαμ’ ένα γιαγλι̂́χ’, ρήνουμ’ τα τσ̑αλού απάνου (Εκεί είχαμε ένα μεγάλο θάμνο, αν κάποιος είχε ελονοσία, παίρναμε ένα μαντήλι, το δένουμε πάνω στο θάμνο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 || Παροιμ. 'ς στράτας ο τσ̑αλούς τζό 'φξά (Ο θάμνος στο πλάι του δρόμου δε μεγαλώνει˙ Ο παρατημένος στην τύχη του δεν έχει ευκαιρίες να επιτύχει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Kλαδί γενικώς Δίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. : Έβαζαν τσαλιά, ξύλα και ήφτισκαν φωτιές (Έβαζαν κλαδιά, ξύλα και άναβαν φωτιές) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. || Παροιμ. Σα μη φυσήσει άνεμοζ, ο τσ̑αλούς τζ̑ό σαλεύει (Αν δε φυσήξει ο άνεμος, το κλαδί δεν κουνιέται˙ Τίποτα δεν γίνεται χωρίς κίνητρο ή υποκίνηση) -Λουκ.Λουκ.
β. Κλαδί αγριοτζιτζιφιάς Μαλακ.
γ. Φρύγανο Σίλ.
3. Φράχτης Γούρδ.