τσαλισμά
(ουσ.)
τσ̑αλισ̑μά
[tʃaliʃma]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çalışma = α) εργασία β) μελέτη.
1. Εργασία
2. Προσπάθεια
Συνών.
ντεβάμι :2, ογραστιέσιμο, τσαπαλάντημα