τσαλντιά
(ουσ. θηλ.)
τσ̑αλτέ
[tʃalˈte]
Φάρασ.
Aπό το ρ. τσαλντώ, όπου και τύπ. τσαλτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Χτύπημα με μαχαίρι ή σπαθί, μαχαιριά.