τσάμι
(ουσ. ουδ.)
τσάμι
[ˈtsami]
Φκόσ.
Πληθ.
τσάμια
[ˈtsamɲa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çam = πεύκο.
Το δέντρο πεύκο (Pinus) της οικογενείας των Πινιδών (Pinaceae)
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025