τσάμι
(ουσ. ουδ.)
τσάμι
[ˈtsami]
Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. çam = πεύκο.
Το δέντρο πεύκο (Pinus) της οικογενείας των Πινιδών (Pinaceae)