τσαλιστιρντίζω
(ρ.)
τσ̑αλι̂σ̑τι̂ρτι̂́ζω
[tʃalɯʃtɯrˈtɯzo]
Μαλακ.
Αόρ.
τσ̑αλΙστι̂́ρσα
[tʃalɯˈʃtɯrsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. çalıştırmak = κάνω κάποιον να εργαστεί.
Προσλαμβάνω κάποιον σε εργασία