ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλισκάνος (επίθ.) τσ̑αλι̂σ̑κάν [tʃalɯʃˈkan] Μαλακ. τ͑σ̑αλισχάνος [tʰʃaliˈsxanos] Φάρασ. τσ̑αλι̂σχάνους [tʃalɯˈsxanus] Τσουχούρ. τ͑σ̑αλισχάνι [tʰʃaliˈsxani] Φάρασ. τσ̑αλισκάνης [tʃaliˈskanis] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. çalışkan = εργατικός.
Εργατικός, φιλόπονος ό.π.τ. : Ήτουνι κουζέλι, μαζλούμι τσ̑αι πολύ τσ̑αλισχάνους (Ήτανε όμορφη, υπάκουη και πολύ δουλευταρού) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.