τσαλισκάνος
(επίθ.)
τσ̑αλι̂σ̑κάν
[tʃalɯˈʃkan]
Μαλακ.
τσ̑αλισ̑κάν
[tʃaliˈʃkan]
Αξ., Τροχ.
τ͑σ̑αλισχάνος
[tʰʃaliˈsxanos]
Φάρασ.
τσ̑αλι̂σχάνους
[tʃalɯˈsxanus]
Τσουχούρ.
τ͑σ̑αλισχάνι
[tʰʃaliˈsxani]
Φάρασ.
τσ̑αλισκάνης
[tʃaliˈskanis]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. çalışkan = εργατικός.
Εργατικός, φιλόπονος
ό.π.τ.
:
Ήτουνι κουζέλι, μαζλούμι τσ̑αι πολύ τσ̑αλισχάνους
(Ήτανε όμορφη, υπάκουη και πολύ δουλευταρού)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
καματερός, Αντίθ
αβαράς :1, ακαμάτης, οκνιάρης :1
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025