ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δουλειά (ουσ. θηλ.) δουλειά [ðuˈʎa] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. ντουλειά [duˈʎa] Ανακ., Αραβαν., Μισθ. ζουλεί-α [zuˈlia] Φάρασ. ζουλειά [zuˈʎa] Σίλ., Φερτάκ. τζ̑ουλειά [dʒuˈʎa] Σίλ. Μεσν. ουσ. δουλειά από το αρχ. ουσ. δουλεία.
1. Δουλειά, χειρωνακτική ή πνευματική εργασία που απαιτεί καταβολή μόχθου Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Έμασαν τσην κόρην τους σεβασμό και ούλες τσι ζουλειές (Έμαθαν στην κόρη τους σεβασμό και όλες τις δουλειές) Σίλ. -Εκμεκ. Χεμέν 'φήdζ̑εν τ' όργο τ'ς τζ̑αι τη ζουλεία τ'ς (Αμέσως άφησε το έργο της και την δουλειά της) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Όργο ζουλειά (Έργο δουλειά˙ επίπονη εργασία) Φερτάκ. -Αλεκτ. || Ασμ. Αμέτ' άρχοντες 'ς τ' όργο σας, παπάδες στη δουλειά σας,
εγώ τό 'χασα ηύρα το, το ξένο το χαμένο
(Πηγαίντε άρχοντες στις ασχολίες σας, παπάδες στην δουλειά σας,
Εγώ αυτό που έχασα το βρήκα, τον ξένο τον χαμένο)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. έργο, κάμνημα, τσαλισμά :1, τσαλιστιέσιμο
2. Εργασία, επάγγελμα, άσκηση χειρωνακτικής ή πνευματικής εργασίας για βιοπορισμό Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ. : Ντιρλεύει μιά ζουλειά (Ψάχνει για δουλειά) Σίλ. -Dawk. Επειδή δέν έχουμ’ ντουλειές ντέν έχουμ' παράϊα (Επειδή δεν έχουμε δουλειές, δεν έχουμε χρήματα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σχόλασα απ' ντουλειά (Σχόλασα από την δουλειά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δουλειά να πιάσω την ερχόμενην ογδομάδα (Δουλειά θα πιάσω την επόμενη εβδομάδα) Σινασσ. -Λεύκωμα Μεγάλ' μέρα ρε σωρούμ' ζουλειά (Κατά τις εορτές δεν πιάνουμε δουλειά) Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Συνεκδ., ο χώρος εργασίας κ.α., Μισθ., Σίλ. : Έρσ̑ιτι οπ’ τσ̑ην ζουλειάν ντου (Επιστρέφει από την δουλειά του) Σίλ. -Dawk. Άμα δὲν μπαίνισκαν ντουλειά, γούνdουρις φόρειναν (Όταν δεν πήγαιναν στην εργασία, φορούσαν κουντούρες, παντόφλες) Μισθ. -Κωστ.Μ.
4. Δυσάρεστη υπόθεση Σίλ. : Τουν άνdρα μου μη τουν γκρεμάστι· κρεμάστι ντανά, κι νάζ γουλτώσ̑ει οπ' τσ̑η ζουλειά (τον άντρα μου μην τον κρεμάσετε, κρεμάστε το μοσχάρι και ελευθερώστε τον από την υπόθεση) Σίλ. -Dawk. Συνών. μεσελές