ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δόσιμο (ουσ.) δόσιμο [ˈðosimo] Ανακ., Φάρασ. δόσιμου [ðosimu] Μαλακ. ντόσ̑ιμο [ˈdoʃimo ] Αραβαν. δόσιμα [ˈðosima] Φάρασ. ντίντσιμο [ˈdintsimo] Αξ. Πληθ. δοσίματα [ðoˈsimata ] Γούρδ. δοσ̑ίματα [ðoˈʃimata] Ανακ. γιντσίματα [ʝinˈtsimata] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. δόσιμο(ν) (για τις σημ. 1 και 2), ουσιαστικοπ. ουδ. του μεταγν. επίθ. δόσιμος = για οικήματα, που πρέπει να δοθεί ως κατάλυμα. Ο τύπ. δόσιμα αναλογ. προς το θ. δοσιματ-. Ο τύπ. ντίντσιμο από τον τύπ. ντίνω του ρ. δίνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, με ανάπτυξη επενθετικού συμφ. [ns]> [nts] (Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου (1960: 22-23).Για την σημ. 3 πβ. λ. δίνω 2.
1. Δόσιμο, προσφορά Αραβαν., Φάρασ. : || Παροιμ. Δόσιμα έν’ ντoυ Θιου, το δόσιμα του ίσανου τίπως τζ̑ό ’νι (Η προσφορά είναι του Θεού, η προσφορά του ανθρώπου τίποτα δέν είναι˙ η θεία δωρεά δεν συγκρίνεται με την ανθρώπινη προσφορά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. δίνημα
2. Κυρ. στον πληθ., δασμός, φόρος Ανακ., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ. : Ήρτι να σωρόψ' τα γιντσίματα (Ήρθε να μαζέψει τα δοσίματα, να εισπράξει τους φόρους) Συνών. βεργκί, γκιουμρούκι :2, εμπλάκι, σαλγούνι, χαράτσι
3. Χτύπημα Αξ., Φάρασ. Συνών. κοπανιά, κρούσιμο, τοκάτι, τσάκωμα