ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρούσιμο (ουσ.) κρούσιμο [ˈkrusimo] Γούρδ. κρούσ̑ιμο [ˈkruʃimo] Αξ., Αραβαν. κρούσιμου [ˈkrusimu] Μισθ. κρούσ̑ιμου [ˈkruʃimu] Μαλακ. κρούσ̑ιμα [ˈkruʃima] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. κρούσιμον (πβ. Ἀγαπ. Γεωπον. 209.12 «σκοτωμένη σάρκα ἀπό λίθον ἤ ξύλον ἤ ἄλλο κρούσιμον»), το οπ. από το ρ. κρούω και το παραγωγ. επιθμ. -σιμο.
1. Χτύπημα ό.π.τ. : Ασ' χύρας το κρούσιμο έγνωσα (Από το χτύπημα της πόρτας ξύπνησα) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. δόσιμο, δόσμα, κοπανιά, τοκάτι, τσάκωμα
2. Δάρσιμο, ξυλοφόρτωμα Μισθ. : Σακάτιψιν ντου απ΄του κρούσιμου (Τον σακάτεψε στο ξύλο) Μισθ. -Κοτσαν. Κρεύ' ένα γερό κρούσ̑ιμα (Του χρειάζεται ένα γερό ξύλο) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. κοπανιά, κοπάνισμα, κοτέκι :2, ξύλο, φάγισμα
3. Τσάπισμα, ξεχορτάριασμα Μισθ. : Νεγγιριώνα τ͑ελ' κρούσ̑ιμα, γιομώη χορτάρια (Το περιβόλι θέλει καθάρισμα, γέμισε χορτάρια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ρύξιμα :2