κρομμυδώνα
(επίθ.)
κρομμυδώνα
[kromiˈðona]
Φάρασ.
κρομμυδιώνα
[kromiˈðʝona]
Μαλακ.
Από το ουσ. κρομμύδι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Φτιαγμένος με ή από κρεμμύδι
Φάρασ.
2. Aγρός σπαρμένος με κρεμμύδια
Μαλακ.