ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κριθάρι (ουσ. ουδ.) κιρτάρ' [cirˈtar] Φερτάκ. κιρσάρι [cirˈsari] Σίλ. κιτ͑άρι [ciˈtʰari] Ανακ. κιτ͑άρ' [ciˈtʰar] Ανακ. κιρτέρ' [cirˈter] Φερτάκ. κισάρι [ciˈsari] Σίλ. κ'σάρ' [ksar] Αξ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλ., Τροχ., Τσαρικ. κιθέρι [ciˈθeri] Σινασσ. κιχάρ' [ciˈxar] Γούρδ. κιγιάρ' [ciˈʝar] Ουλαγ. κιαρ' [car] Ουλαγ. κ'θάρι [ˈkθari] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. κ'θάρ' [kθar] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. κ'σέρ' [kser] Σινασσ. κράρ' [krar] Αραβαν. Πληθ. κ'θάρα [ˈkθara] Μαλακ., Τσουχούρ. Από το μεταγν. ουσ. κριθάριον, υποκορ. του αρχ. κριθή. Οι τύποι με κιρ- με μετάθ. του [r]. Οι τύποι με [rt] με ανομ. τρόπου άρθρωσης [rθ > rt]. Σε ορισμένους τύπ. το συμφωνικό σύμπλ. με το [r] απλοποιήθηκε με αποβολή του [r].
1. Το δημητριακό φυτό κριθάρι ό.π.τ. : 'γώ νε κ΄θάρι έχω νε άσ̑υρο (Εγώ ούτε κριθάρι έχω ούτε άχυρο) Φάρασ. -Grég. Ξέβαλεν ασ' το φκόν' ένα μασκάλ' κ'σάρια (Έβγαλε από την θημωνιά μιά αγκαλιά κριθάρια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'ενόσαν τα κ'θάρα, πααίνουν να μαδήσουν (Ωρίμασε το κριθάρι, πηγαίνουν να το θερίσουν) Τσουχούρ. -Dawk. Ατσ̑εί σπέρκαμε κ'θάρι, κουτσ̑ί (Εκεί σπέρναμε κριθάρι, σιτάρι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πρώτα μάιζαμ' τα ρόβια, ύστερα τα κ'σάρια, ύστερα τα πιλιάρια, γέλλ'μα από του πιλιάρ' πίσω (Πρώτα θερίζαμε το ρόβι, ύστερα το κριθάρι, ύστερα τη σίκαλη, και το σιτάρι μετά από την σίκαλη) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Δίνgαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα, τζαι παίρ'καν κοτσ̑ί, κ'θάρι τζαι τζαχρί (Έδιναν στους χωρικούς μαλλί, τυρί και βούτυρο γάλακτος, και έπαιρναν στάρι, κριθάρι και τζαχρί) Σατ. -Παπαδ. Σπέρνιξαμ' γέλλ'ματα, κ'σάρ', πιλιάρ' (Σπέρναμε στάρια, κριθάρι, σίκαλη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μουσούρια σπέρισκαμ', κ'σάρια για ντα πράματα (Καλαμπόκι σπέρναμε, κριθάρια για τα ζώα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Κισαριού ψωμί (Κριθαριού ψωμί˙ κριθαρένιο ψωμί) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το 'ρίφι (Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το κατσίκι˙ η ποιότητα της αγροτοποιμενικής παραγωγής φαίνεται κατά την περίοδο αυτών των δύο μηνών) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μικρό φλεγμονώδες εξόγκωμα στην άκρη του βλεφάρου, κριθαράκι Γούρδ., Μισθ., Φερτάκ. : || Φρ. Σκυλιού κ'σάρ' (Κριθάρι σκύλου˙ κριθαράκι του ματιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ξυλιού κ'σάρ' (Κριθάρι του ξύλου˙ κριθαράκι του ματιού) Μισθ. -Μακρ. Συνών. κριθαράκι