ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρεμώ (ρ.) κρεμώ [kreˈmo] Σίλ., Φάρασ., Φλογ. κρεμάζω [kreˈmazo] Αραβαν., Σίλατ., Φάρασ., Φερτάκ. κρεμάζου [kreˈmazu] Μισθ. κρεμάνω [kreˈmano] Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ. κρεμάνου [kreˈmanu] Σίλ. Παρατατ. κρέμανα [ˈkremasa] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ. κρέμαζα [ˈkremaza] Μισθ., Τελμ. Αόρ. κρέμασα [ˈkremasa] Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Προστ. Εν. κρέμασ' [ˈkremas] Φάρασ. Πληθ. κρέμαστι [ˈkremasti] Σίλ. κρέμασετ' [ˈkremaset] Σίλ. Παθ. κρεμι-έμαι [kremiˈeme] Κίσκ., Φάρασ. κρεμούμαι [kreˈmume] Φάρασ. κρεμάζουμαι [kreˈmazume] Γούρδ. Αόρ. κρεμάστα [kreˈmasta] Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. Μτχ. κρεμασμένο [kremaˈzmeno] Γούρδ. Από το αρχ. ρ. κρεμῶ. Ο μεταγν. τύπ. κρεμάζω με μεταπλ. σε -άζω με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. κρεμάνω με μεταπλ. σε -άνω με βάση το θ. του αορ.
1. Κρεμώ, αναρτώ κάτι από κάπου ό.π.τ. : Το κερβάν' κρεμάνουν ντο 'ς τ' αλογάτ' τ͑ουράγια (Τον αρχηγό του καραβανιού τον κρεμούν στου αλόγου την ουρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κρεμάνου του του τζούχου (Το κρεμώ στον τοίχο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κρέμαναμ' dά φαήμαδα σου κιαλλάρ' (Κρεμούσαμε τα φαγητά στο κελλάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Κιριάς κρέμασά τα 'ς ντούμα (Το κρέας το κρέμασα στο δώμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τον ποίκαν δύο κομμάτια κι ύστερα τον κρέμασαν στην θύρα απάνω (Τον έκαναν δύο κομμάτια κι ύστερα τον κρέμασαν πάνω στην πόρτα) Σινασσ. -Αρχέλ. Κρεμάστη 'σ' το τζ̑ουφάλι μου α άστρο (Κρεμόταν από το κεφάλι μου ένα άστρο) Φάρασ. -Dawk. Κρέμασέτ' με και ας κατέβω (Κρεμάστε με (μ' ένα σχοινί) για να κατέβω, ενν. στο πηγάδι) Σίλατ. -Dawk. Ύστερα βασ̑ιλιός κρεμά δύο σκολιού ταραλι̂́χ' το μοχΰρι τ' (Ύστερα ο βασιλιάς κρεμά ανάμεσα στα δύο σχολεία τον σφραγιδόλιθό του) Φλογ. -Dawk. Να με δώσεις ατέ του κρεμάζεις σο γουργούρι σου το γερδαννίχι (Να μου δώσεις αυτό το περιδέραιο που έχεις κρεμάσει στον λαιμό σου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Κρεμάνει στα μαλλιά μ' ένα κορδέλλα (Κρεμάει στα μαλλιά μου μιά κορδέλλα) Σινασσ. -Λεύκωμα || Παροιμ. Το τεζέ μ' το κόσ̑κινο, πού να σε κρεμάσω, κι όνdενε παλιωρείς, πού να σε πετάξω! (Καινούργιο μου κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού θα σε πετάξω!˙ όταν κάποιος είναι νέος ή δυνατός, οι άλλοι τον τιμούν, ενώ όταν γεράσει ή χάσει την δύναμή του παύουν να τον υπολογίζουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Καινούργιο καθαρό κόσκινον, πού να σε κρεμάσω, και σαν παλιώσεις, πού να σε πετάξω! (Καινούργιο καθαρό κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω!˙ το ίδιο) Σινασσ., Αραβαν. -Αρχέλ. Το κόστσ̑ινό μου κοστσ̑ινίστη, κρέμασαν ντ' αdζ̑ά (Το κόσκινο μου πάλιωσε και το κρέμασαν εκεί˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Z' ναίκας σο ράμμα μη κρεμι-έσαι, 'α σε πνίξει (Στης γυναίκας το σχοινί μην κρεμιέσαι, θα σε πνίξει˙ δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τις γυναίκες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Εΐνdανdε να υπάμε στον Άι-Βασίλη
Να γκρεμάσωμε τα κρι-άτα στο σίδι
(Άντε να πάμε στον Αϊ-Βασίλη
Να κρεμάσουμε τα κρέατα στην ιτιά)
Φάρασ. -Παχτ.
Συνών. σαρκιντώ
β. Μεσοπαθ., κρέμομαι Μισθ., Τελμ., Φάρασ. : Πιάν' ντα πτάαρια τ', δου τσουφάλ' κρεμαζιέδι Σάμπα οπίσ' (Πιάνει τα ποδάρια του, το κεφάλι του Σάββα κρέμεται πίσω ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σο ταβάνι στ'άνου κρεμαέτουν α σοπάρι (Στο ταβάνι ψηλά ήταν κρεμασμένο, ένα σκεπάρνι ) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Κρεμούνdαι 'δρά 'δρα κάdζ̑ε (Στα ψηλά κρέμονται πολύ απότομοι βράχοι ) Φάρασ. -Ανδρ. Τα μεγάλα τ' τα μαλλιά κρεμούνdαι κατακέφαλα (Τα μακριά της τα μαλλιά κρέμονται από το κεφάλι της ) Τελμ. -Dawk.
2. Απαγχονίζω και μεσοπαθ. αυτοκτονώ απαγχονιζόμενος Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Τάι, να μη σε κρεμάσουμ' (Τάξε, να μη σε κρεμάσουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να τουν κρεμάσεις σέλει (Θέλει κρέμασμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κρέμασαν τον Π͑ατ͑ρίκη μας τον 'έγα Πάσκα 'νήμερο (Κρέμασαν τον Πατριάρχη μας ανήμερα το Πάσχα) Φάρασ. -Αναστασ. Δε θέλομε να κρεμαστούνε οι γοντζ̑ήδες μας, θέλομε να χαρίσετε τις ψυχές τουνε (Δε θέλουμε να κρεμαστούν οι γείτονές μας, θέλουμε να τους χαρίσετε τη ζωή) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Ερυό ισπάτ' κρεμάζουν ένα άρωπο, ας έν' γκαι ψέματα (Δυο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο, ακόμα και στην περίπτωση που θα πουν ψέματα˙ οι κατηγορίες είναι πολύ ισχυρές, όταν μας κατηγορούν παράλληλα δύο άνθρωποι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
3. Περνώ ανάμεσα Φάρασ.