κρεμώ
(ρ.)
κρεμώ
[kreˈmo]
Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
κρεμάζω
[kreˈmazo]
Αραβαν., Σίλατ., Φάρασ., Φερτάκ.
κρεμάζου
[kreˈmazu]
Μισθ.
κρεμάνω
[kreˈmano]
Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ.
κρεμάνου
[kreˈmanu]
Σίλ.
Παρατατ.
κρέμανα
[ˈkremasa]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ.
κρέμαζα
[ˈkremaza]
Μισθ., Τελμ.
Αόρ.
κρέμασα
[ˈkremasa]
Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Προστ. Εν.
κρέμασ'
[ˈkremas]
Φάρασ.
Πληθ.
κρέμαστι
[ˈkremasti]
Σίλ.
κρέμασετ'
[ˈkremaset]
Σίλ.
Παθ.
κρεμι-έμαι
[kremiˈeme]
Κίσκ., Φάρασ.
κρεμούμαι
[kreˈmume]
Φάρασ.
κρεμάζουμαι
[kreˈmazume]
Γούρδ.
Αόρ.
κρεμάστα
[kreˈmasta]
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
Μτχ.
κρεμασμένο
[kremaˈzmeno]
Γούρδ.
Από το αρχ. ρ. κρεμῶ. Ο μεταγν. τύπ. κρεμάζω με μεταπλ. σε -άζω με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. κρεμάνω με μεταπλ. σε -άνω με βάση το θ. του αορ.
1. Κρεμώ, αναρτώ κάτι από κάπου
ό.π.τ.
:
Το κερβάν' κρεμάνουν ντο 'ς τ' αλογάτ' τ͑ουράγια
(Τον αρχηγό του καραβανιού τον κρεμούν στου αλόγου την ουρά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κρεμάνου του του τζούχου
(Το κρεμώ στον τοίχο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κρέμαναμ' dά φαήμαδα σου κιαλλάρ'
(Κρεμούσαμε τα φαγητά στο κελλάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κιριάς κρέμασά τα 'ς ντούμα
(Το κρέας το κρέμασα στο δώμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τον ποίκαν δύο κομμάτια κι ύστερα τον κρέμασαν στην θύρα απάνω
(Τον έκαναν δύο κομμάτια κι ύστερα τον κρέμασαν πάνω στην πόρτα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κρεμάστη 'σ' το τζ̑ουφάλι μου α άστρο
(Κρεμόταν από το κεφάλι μου ένα άστρο)
Φάρασ.
-Dawk.
Κρέμασέτ' με και ας κατέβω
(Κρεμάστε με (μ' ένα σχοινί) για να κατέβω, ενν. στο πηγάδι)
Σίλατ.
-Dawk.
Ύστερα βασ̑ιλιός κρεμά δύο σκολιού ταραλι̂́χ' το μοχΰρι τ'
(Ύστερα ο βασιλιάς κρεμά ανάμεσα στα δύο σχολεία τον σφραγιδόλιθό του)
Φλογ.
-Dawk.
Να με δώσεις ατέ του κρεμάζεις σο γουργούρι σου το γερδαννίχι
(Να μου δώσεις αυτό το περιδέραιο που έχεις κρεμάσει στον λαιμό σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Κρεμάνει στα μαλλιά μ' ένα κορδέλλα
(Κρεμάει στα μαλλιά μου μιά κορδέλλα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Το τεζέ μ' το κόσ̑κινο, πού να σε κρεμάσω, κι όνdενε παλιωρείς, πού να σε πετάξω!
(Καινούργιο μου κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού θα σε πετάξω!˙ όταν κάποιος είναι νέος ή δυνατός, οι άλλοι τον τιμούν, ενώ όταν γεράσει ή χάσει την δύναμή του παύουν να τον υπολογίζουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καινούργιο καθαρό κόσκινον, πού να σε κρεμάσω, και σαν παλιώσεις, πού να σε πετάξω!
(Καινούργιο καθαρό κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω!˙ το ίδιο)
Σινασσ., Αραβαν.
-Αρχέλ.
Το κόστσ̑ινό μου κοστσ̑ινίστη, κρέμασαν ντ' αdζ̑ά
(Το κόσκινο μου πάλιωσε και το κρέμασαν εκεί˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Z' ναίκας σο ράμμα μη κρεμι-έσαι, 'α σε πνίξει
(Στης γυναίκας το σχοινί μην κρεμιέσαι, θα σε πνίξει˙ δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τις γυναίκες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Εΐνdανdε να υπάμε στον Άι-Βασίλη
Να γκρεμάσωμε τα κρι-άτα στο σίδι (Άντε να πάμε στον Αϊ-Βασίλη
Να κρεμάσουμε τα κρέατα στην ιτιά) Φάρασ. -Παχτ. Συνών. σαρκιντώ
Να γκρεμάσωμε τα κρι-άτα στο σίδι (Άντε να πάμε στον Αϊ-Βασίλη
Να κρεμάσουμε τα κρέατα στην ιτιά) Φάρασ. -Παχτ. Συνών. σαρκιντώ
β.
Μεσοπαθ., κρέμομαι
Μισθ., Τελμ., Φάρασ.
:
Πιάν' ντα πτάαρια τ', δου τσουφάλ' κρεμαζιέδι Σάμπα οπίσ'
(Πιάνει τα ποδάρια του, το κεφάλι του Σάββα κρέμεται πίσω
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σο ταβάνι στ'άνου κρεμαέτουν α σοπάρι
(Στο ταβάνι ψηλά ήταν κρεμασμένο, ένα σκεπάρνι
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Κρεμούνdαι 'δρά 'δρα κάdζ̑ε
(Στα ψηλά κρέμονται πολύ απότομοι βράχοι
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τα μεγάλα τ' τα μαλλιά κρεμούνdαι κατακέφαλα
(Τα μακριά της τα μαλλιά κρέμονται από το κεφάλι της
)
Τελμ.
-Dawk.
2. Απαγχονίζω και μεσοπαθ. αυτοκτονώ απαγχονιζόμενος
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Τάι, να μη σε κρεμάσουμ'
(Τάξε, να μη σε κρεμάσουμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να τουν κρεμάσεις σέλει
(Θέλει κρέμασμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κρέμασαν τον Π͑ατ͑ρίκη μας τον 'έγα Πάσκα 'νήμερο
(Κρέμασαν τον Πατριάρχη μας ανήμερα το Πάσχα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Δε θέλομε να κρεμαστούνε οι γοντζ̑ήδες μας, θέλομε να χαρίσετε τις ψυχές τουνε
(Δε θέλουμε να κρεμαστούν οι γείτονές μας, θέλουμε να τους χαρίσετε τη ζωή)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Ερυό ισπάτ' κρεμάζουν ένα άρωπο, ας έν' γκαι ψέματα
(Δυο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο, ακόμα και στην περίπτωση που θα πουν ψέματα˙ οι κατηγορίες είναι πολύ ισχυρές, όταν μας κατηγορούν παράλληλα δύο άνθρωποι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Περνώ ανάμεσα
Φάρασ.