κρεατιάρης
(επίθ.)
Ουδ.
κιριατάρ'
[kirʝaˈtar]
Ανακ.
Από το ουσ. κρέας, όπου και τύπ. κιριάς, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Το ουδ. ως ουσ., φαγητό με κρέας
Συνών.
κρέας