ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρέψιμο (ουσ. ουδ.) κρέψ̑ιμο [ˈkrepʃimo] Αξ. κρέψιμου [ˈkrepsimu] Μισθ. Από το ρ. γυρεύω, όπου και τύπ. κρεύω (θ. αορ. κρεψ-) και το παραγωγ. επιθμ. -σιμο.
Απαίτηση, διεκδίκηση ό.π.τ. : Ντου κρέψιμου σ’ ποιό 'νι; (Η απαίτησή σου ποια είναι;) Μισθ. -Κοτσαν.