κρέψιμο
(ουσ. ουδ.)
κρέψ̑ιμο
[ˈkrepʃimo]
Αξ.
κρέψιμου
[ˈkrepsimu]
Μισθ.
Από το ρ. γυρεύω, όπου και τύπ. κρεύω (θ. αορ. κρεψ-) και το παραγωγ. επιθμ. -σιμο.
Απαίτηση, διεκδίκηση
ό.π.τ.
:
Ντου κρέψιμου σ’ ποιό 'νι;
(Η απαίτησή σου ποια είναι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.