ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρόκος (ουσ. αρσ.) κορόκος [koˈrokos] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. κορόκ-κος [koˈrokkos] Αραβαν. κορόκους [koˈrokus] Μαλακ. κορίκος [koˈrikos] Φλογ. λόκους [ˈlokus] Σίλ. Θηλ. κορόκα [koˈroka] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. κρόκος = το φυτό κρόκος, η ζαφορά. Η σημ. ‘το κίτρινο μέρος του αβγού’ μεταγν. Ο τύπ. κορόκος με ανάπτ. [o] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλ. Ο τύπ. λόκους ίσως με παρετυμολ. προς το λόκ-κα = κλώσσα.
1. Κρόκος, το κίτρινο μέρος του αβγού ό.π.τ. : Λόκους χαλασμένους έν' (Ο κρόκος του αβγού είναι χαλασμένος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σέλ’ να τσακώσουμ’ τρία αβγά, να πάρουμ' τρεις λόκους, να μπάσουμ’ σεκέρι, να τα φάμ’ (Θέλει να σπάσουμε τρία αβγά, να πάρουμε τρεις κρόκους, να τους βάλουμε ζάχαρη, να τα φάμε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. αληθινάδα
2. Μτφ., βάλανος του πέους Γούρδ., Μισθ., Φλογ. : Παίριξεν τα μι ντου βιλλί τ', χέκιξίν ντα κορόκα τ' απάν' (Τα έπαιρνε με το πέος του, τα έβαζε πάνω στην βάλανο) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Γάϊντιργι βιλλί, γάιντιργιου κορόκα, συνέχεια ούτσα δου λέ' (Γαϊδουριού πέος, γαϊδουριού βάλανε, όλο έτσι του λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Aξενό κορόκος, γκαμώ το τσιπόκκο σ' (Αισχρολογία παιδικού παιχνιδιού) -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Φά’ κορόκα μ' (Φάε τον πούτσο μου˙ ύβρις) Μισθ. -Κωστ.Μ.