ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κροτώ (ρ.) κροτάω [kroˈtao] Φάρασ. Παρατατ. κροτάν'κα [kroˈtanka] Φάρασ. Αόρ. κρότ'σα [ˈkrotsa] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. κροτῶ = θορυβώ προκαλώντας κρότο.
1. Θορυβώ, κροτώ : || Φρ. Κρούμ’ τα, κροτά (To βαράμε και κροτά˙ γλεντάμε) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. ζιγαρτίζω, ζιριλτίζω, κατακροτώ
2. Διαλαλώ, διατυμπανίζω
3. Τουφεκίζω