κροτώ
(ρ.)
κροτάω
[kroˈtao]
Φάρασ.
Παρατατ.
κροτάν'κα
[kroˈtanka]
Φάρασ.
Αόρ.
κρότ'σα
[ˈkrotsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. κροτῶ = θορυβώ προκαλώντας κρότο.
2. Διαλαλώ, διατυμπανίζω
3. Τουφεκίζω