κρύος (I)
(επίθ.)
κρύος
[ˈkrios]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ.
κρύους
[ˈkrius]
Αφσάρ.
κρυγιός
[kriˈʝos]
Ανακ.
κιρυός
[ciˈrʝos]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ.
Από το μεσν. επίθ. κρύος, το οπ. από το αρχ. ουδ. ουσ. κρῦος = παγωνιά, που θεωρήθηκε αρσ. επίθ. Ο τύπ. κιρυός ήδη νεότ., ο οπ. από συνιζημένο μεσν. τύπ. κρυὸς με ανάπτ. [i] ή [ʝ] πριν το [r] στο συμφωνικό σύμπλ. /krʝ/ που προήλθε από τη συνίζηση.
1. Κρύος, ψυχρός
ό.π.τ.
:
Κρύα ήτανdε τα καταφύδια
(Τα υπόγεια ήταν κρύα)
Ανακ.
-Cost.
Ένdουν μισημέρ' τσ̑αι 'κόμη το ποτάμι έν' κρύου
(Αν και είναι μεσημέρι, το ποτάμι είναι ακόμη κρύο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Πολύ κιρυό ’ναι χαβά
(Πολύ κρύος είναι ο καιρός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Να σι φέρου κρύο νερό;
(Να σου φέρω κρύο νερό;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Τι να κάμει ο κρύος τον παγωμένο;
(Τι να κάνει αυτός που είναι κρύος για αυτόν που είναι παγωμένος;˙ ο φτωχώς αδυνατεί να βοηθήσει άλλους που βρίσκονται στην ίδια ή χειρότερη οικονομική κατάσταση)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Oλημερά με δέρνουν κι αναστάζουν με,
Tην νύχτα με επιτάζουν εις τα κρύα νερά (Ολημερίς με δέρνουν και με βασανίζουν,
Την νύχτα με ρίχνουν στα παγωμένα νερά) Σινασσ. -Lag. Συνών. κρυούτσικος :1, λαζούρι
Tην νύχτα με επιτάζουν εις τα κρύα νερά (Ολημερίς με δέρνουν και με βασανίζουν,
Την νύχτα με ρίχνουν στα παγωμένα νερά) Σινασσ. -Lag. Συνών. κρυούτσικος :1, λαζούρι
2. Φρέσκος
Σίλ.
:
Οπ' τσ̑η γιατούχα πιε ένα κυριό νιαρό
(Πιες ένα φρέσκο νερό απ' το μπουκάλι)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
σημερινός :3, ταζός :2, χλωρός
3. Μτφ., πολύ δυσάρεστος
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Ας άφηνες γιά 'να τυφλό, γιά 'να κουτσό, γιά 'να μονογεννάτο
Ας πήγαινε ση μάνα μας κρυά κρυά χαbέρια (Ας άφηνες έστω έναν τυφλό, έναν κουτσό, έναν μονόχειρα
Να πήγαινε στην μάνα μας τα θλιβερά μαντάτα) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Πβ. αβόλετος :2, μαύρος :2, πικρός :2
Ας πήγαινε ση μάνα μας κρυά κρυά χαbέρια (Ας άφηνες έστω έναν τυφλό, έναν κουτσό, έναν μονόχειρα
Να πήγαινε στην μάνα μας τα θλιβερά μαντάτα) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Πβ. αβόλετος :2, μαύρος :2, πικρός :2