κρυφά
(επίρρ.)
κρυφά
[kriˈfa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κρυφάς
[kriˈfas]
Σίλ., Σινασσ.
κυρφάς
[cirˈfas]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ.
κυφράς
[ciˈfras]
Αξ.
κουρφά
[kurˈfa]
Φλογ.
κουρφάς
[kurˈfas]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φλογ.
Μεσν. επίρρ. κρυφά, πβ. Γεώργ. Μον. 110.1209 «δείξας αὐτοῖς κρυφὰ τὸν τόπον ἐν ᾧ ἔκειτο», το οπ. από το επίθ. κρυφός, όπου και κυρφός και κουρφός, και το παραγωγ. επίθμ. -ά. Ο τύπ. κρυφάς αναλογ. προς επιρρ. σε -ς (πβ. τα χρονικά επιρρ. όψέ-όψές, τότε-τότες).
Κρυφά, χωρίς να γίνει κανείς αντιληπτός από άλλους, μυστικά
ό.π.τ.
:
Σηκώθη ο βασιλός, στρίν’ξε κρυφά το βεζίρη
(Σηκώθηκε ο βασιλιάς, κάλεσε κρυφά τον βεζίρη)
Φάρασ.
-Dawk.
Το μαχτσούμι παλί βυζαίνει τα κρυφά
(Και το μωρό το βυζαίνει κρυφά, ενν. από συστολή)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κρυφάς μου τα είπι
(Κρυφά μου τα είπε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γέναν Χριστιανοί και τα δυό κυρφάς
(Έγιναν Χριστιανοί και οι δύο κρυφά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κουρφάς ράναναμ’ ντου σεμαϊμένου μας
(Κρυφά βλέπαμε την αρραβωνιαστικιά μας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χ̇ιζμεκιάρια κυρφάς τασλάdιζαν ντα, μπακαλίμ τσ̑ι να π’κούν
(Οι υπηρέτες κρυφά τους παρακολουθούσαν να δουν τι θα κάνουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ερόδουν κουρφάς ένα φίι τσι τρώιξιν ντα μικρά δα πουλιά τ’
(Ερχόταν κρυφά ένα φίδι και έτρωγε τα πουλιά της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Εγλένταναμ' κουρφάς ασ' τα Τούρκ'
(Γλεντάγαμε κρυφά από τους Τούρκους)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Κουρφάς πγίνουμ' τζί'αρα
(κρυφά πίναμε τσιγάρα, δηλ. καπνίζαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Οι ναίτζ̑ες τουνε πααίνκανε κρυφά σα μέτερα τις Αγιόκκοι
(Oι γυναίκες τους (ενν. των Τούρκων) πηγαίνανε κρυφά στους Αγίους μας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κουρφάς κουρφάς ντου όργου χιώρ'σαν ντου
(Κρυφά κρυφά την έκαναν τη δουλειά)
Μισθ.
-Μακρ.
Σέμη απέσ' κουρφάς-κουρφάς
(Μπήκε μέσα κρυφά-κρυφά)
Μισθ.
-Φατ.
Να μη ρανήσουν δου κορίτσ' αχτσά σα μάτια, να δου ρανήσου κουρφάς-κουρφάς
(Να μην κοιτάξω το κορίτσι έτσι στα μάτια, να το κοιτάξω κρυφά-κρυφά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σο χωρίο μας ήρτα 'ψά κρυφά
(Στο χωριό μας ήρθα εψές κρυφά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.