ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρυοπήγαδο (ουσ. ουδ.) κρυπέδαϊγο [kriˈpeðaiɣo] Φάρασ. κρυπέγοϊδο [kriˈpeɣoiðo] Φάρασ. Από το επίθ. κρύος και το ουσ. πηγάδι, όπου και τύπ. πεγάιδι, και το παραγωγ. επίθμ. -ο, χωρίς συνδετ. φωνήεν και με αντιμετάθ. συλλαβών [αi - ðo > ðαi - ɣo]. Ο τύπ. κρυπέγοϊδο με υποχωρητ. αφομ. [a-o > o-o]. Πβ. και μεσν. ουσ. Κρυοπηγαδίτης ως επών. και τοπων.
Κρύα πηγή