κρυφάγκωμας
(ουσ. αρσ.)
κρυφάγκωμας
[kriˈfaŋgomas]
Φάρασ.
Από το επίθ. κρυφός και το ουσ. αγκώνας, το οπ. έχει την διαλεκτ. σημ. ‘γωνία οικοδομήματος εισέχουσα ή εξέχουσα’ (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀγκῶνας 8) με τροπή του [n] > [m].
1. Γείσο της οριζόντιας στέγης, υπόστεγο
Φάρασ.
2. Στρώση άχυρου στην στέγη κάτω από τον πηλό
Φάρασ.