κρύψιμο
(ουσ. ουδ.)
κρύψ̑ιμο
[ˈkripʃimο]
Αξ., Γούρδ.
Νεότ. ουσ. κρύψιμο, (Λεξ. Βλάχ. λ. κρύψιμο).