κρυφτό
(ουσ. ουδ.)
κρυφτό
[kriˈftο]
Γούρδ.
κρυφτός
[kriˈftοs]
Αξ.
Από το μεσν. επίθ. κρυφτός (< αρχ. κρυπτός) με ουσιαστικοπ. Ο τύπος κρυφτός αναλογ. προς άλλα ουδ. ουσ. σε -ός.
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025