κρυούτσικος
(επίθ.)
κρούσκος
[ˈkruskos]
Φάρασ.
κρούσκους
[ˈkruskus]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. κρυούτζικος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. κρύος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος > -ούσκος.
2. Το αρσ. ως ουσ., δροσιά
ό.π.τ.
:
Σαμού 'α βgεί ο κρούσκους, α υπάμι, α μαδήσουμι
(Όταν έρθει η (απογευματινή) δροσιά, θα πάμε να θερίσουμε)
Αφσάρ.
-Dawk.
Την ευίτσα με το κρούσκο
(Την αυγή με την δροσούλα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
σάβι, σερίνι :1, σερινλίκι