ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρυούτσικος (επίθ.) κρούσκος [ˈkruskos] Φάρασ. κρούσκους [ˈkruskus] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το νεότ. επίθ. κρυούτζικος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το επίθ. κρύος και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος > -ούσκος.
1. Κρύος, δροσερός Φάρασ. : || Παροιμ. Το τ͑αζόν ντο βντόκ-κο το νερό κρατεί τα κρούσκο (Το καινούργιο σταμνί κρατεί κρύο το νερό˙ οι νέοι άνθρωποι είναι πιο δραστήριοι και αποτελεσματικοί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κρύος, λαζούρι, μπούζι, σερίνι :1
2. Το αρσ. ως ουσ., δροσιά ό.π.τ. : Σαμού 'α βgεί ο κρούσκους, α υπάμι, α μαδήσουμι (Όταν έρθει η (απογευματινή) δροσιά, θα πάμε να θερίσουμε) Αφσάρ. -Dawk. Την ευίτσα με το κρούσκο (Την αυγή με την δροσούλα) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. σάβι, σερίνι :1, σερινλίκι