ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαζούρι (επίθ.) λαζούρ' [laˈzur] Αραβαν., Γούρδ. Aπό το μεσν. ουσ. λαζούριν = ο γαλάζιου χρώματος ημιπολύτιμος λίθος lapis lazuli (αζουρίτης), μτφ. λόγω του μελανιάσματος που προκαλεί το πάγωμα. Η σημ. και Κύθηρ., όπου λαζούρι = μελανιά λόγω χτυπήματος (Καλούτσης 1863: 505). Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. λαζουλιά = μελανιά (Λεξ. Βλαστ.2, σ. 376).
Ψυχρός, παγωμένος ό.π.τ. : Τα πρέγια τ' λαζούρια ήσαν (Τα πόδια του ήταν παγωμένα, μελανιασμένα από το κρύο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Κόπη λαζούρ' (Κόπηκε παγωμένος˙ πάγωσε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κρύος :1, κρυούτσικος :1, μπούζι