ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαλάγγι (ουσ. ουδ.) λαλάγγι [laˈlaŋɟi] Ανακ., Γούρδ., Σίλατ., Φλογ. λαλάν' [laˈlan] Μαλακ. λαλάντζ' [laˈlandz] Δίλ., Μισθ. Θηλ. λελέγγα [leˈleŋga] Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. λαλάγγιον, (Σούδ., Μεούρσ.). O τύπ. θηλ. αντιδάν. από τουρκ. lalanga = λουκουμάς, όπου και διαλεκτ. τύπ. lelengi (Symeonidis 1973: 183).
Τηγανίτα ό.π.τ. : Τσ̑ερετσ̑ή μέρα είχαν να μποίκ'νι λαλάνdζια και μπαζλαμάια (Την Κυριακή είχαν να φτιάχνουν λαλάγγια και τυρόπιτες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πβ. γιαγλαμά