ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαλιά (ουσ. θηλ.) λαλιά [laˈʎa] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. λαγιά [laˈʝa] Σίλ. λαλία [laˈlia] Φάρασ. 'αλία [aˈlia] Σατ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. λαλιά.
1. Φωνή ό.π.τ. : Ως κοιμάτι τσ̑ην νύχτα, γιουκούν-νει μιά λαλιά ότσ̑ι «Σε νάρτου, να νάρτου μι;» (Καθώς κοιμάται την νύχτα, ακούει μιά φωνή που λέει «Θά 'ρθω, να έρθω;») Σίλ. -Dawk. Ασ' το φόβοζ-ου-τ' κόπεν τ' λαλιά τ' (Από τον φόβο του του κόπηκε η μιλιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δώσ' 'αλίαν (Βγάλε φωνή, φώναξε) Φάρασ. -Καρολ. Οι νύφες σκεπάζουν το πρόσωπό τους με τα τουβάχια, μουλλώνουν και τη λαλιά τους (Οι νύφες σκεπάζουν το πρόσωπό τους με τα πέπλα, κρύβουν και τη φωνή τους, σιωπούν) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Νε λαλιά νε φωνιά (Ούτε λαλιά ούτε φωνή˙ ούτε φωνή ούτε ακρόαση· για παντελή έλλειψη απαντήσεων ή πληροφοριών) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω λαλιά (Δίνω λαλιά˙ μιλώ, φωνάζω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Στόμα έχ', λαλιά ντεν έχ' (Στόμα έχει και μιλιά δεν έχει˙ είναι εχέμυθος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Στόμαζ έσ̑ει, 'αλίαν τζ̑ό 'σ̑ει (Στόμα έχει και μιλιά δεν έχει˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Eγώ μωράλαλη δεν είμαι, κουτάλαλη δεν είμαι
Εσύ εχθές και σήμερον ήκουσαν την λαλιά σου
(Εγώ δεν είμαι καθυστερημένη, δεν είμαι κωφάλαλη (που δεν μιλάω)
Εσύ (είσαι ανάγωγη που) χθες και σήμερα άκουσαν την φωνή σου)
Τελμ. -Lag.
Συνών. σέσι, τσαγιρμάς :1, φωνή
2. Φωνή πουλιού, λάλημα Σίλ., Φάρασ. : Μέσ' σον ύπνο του 'πέσου 'νεκρώστην αν πολύ γλυτσ̑ή λαλία 'νός πουλίου (Μέσα στον ύπνο του άκουσε την πολύ γλυκιά λαλιά ενός πουλιού) Φάρασ. -Παπαδ. Κουκουνιού λαγιά ρε μοιάζει (Δεν μοιάζει με λαλιά πετεινού) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κράξιμο, λάλημα :1
3. Βοή, μη ανθρώπινος ήχος : Κρούει 'αλία (Αντηχεί βοή) Φάρασ. -Καρολ. Συνών. βουζλάιμα, κουρουλτούς :1