ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρουλτούς (ουσ. αρσ.) κουρουλτούς [kurulˈtus] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. gürültü = α) θόρυβος ή κρότος β) βοή γ) φασαρία, οχλαγωγία.
Κρότος ό.π.τ. : Ατσ̑εί σό σαχάτι ήκ’σαμι α gουρουλτούς (Εκείνη την στιγμή ακούσαμε έναν κρότο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. βροντή, κρότος
β. Βοή
γ. Βροντή