κουρουλτούς
(ουσ. αρσ.)
κουρουλτούς
[kurulˈtus]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. gürültü = α) θόρυβος ή κρότος β) βοή γ) φασαρία, οχλαγωγία.
β.
Βοή
γ.
Βροντή