λακκί
(ουσ. ουδ.)
λακκί
[laˈci]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
λατσ̑ί
[laˈtʃi]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το μεσν. ουσ. λακκίν = δοχείο, το οπ. από το αρχ. ουσ. λάκκος και το υποκορ. επίθμ. -ίον > -ί
Πβ.
απανωλάκκι,
κατωλάκκι
1. Πέτρινη ή ξύλινη γούρνα δίπλα σε βρύση ή πηγάδι, για το πότισμα των ζώων
ό.π.τ.
:
Γιόμου ντου λατσ̑ί λερό
(Γέμισε την γούρνα νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίριξα 'α χέκιξα 'α σου λατσ̑ί
(Τα έπαιρνα, τα έβαζα στην γούρνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γιαλάκι, γούρνα, γουρνί, οστράκι :1, χαβούζι :2
2. Πέτρινη γούρνα στο έξω μέρος του σπιτιού προς τον δρόμο, με νερό για να πίνουν οι διαβάτες
Μισθ.
Συνών.
μουσλούκι :3
3. Πέτρινη σκάφι
Μισθ.