ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λακκί (ουσ. ουδ.) λακκί [laˈci] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. λατσ̑ί [laˈtʃi] Μισθ., Τσαρικ. Από το μεσν. ουσ. λακκίν = δοχείο, το οπ. από το αρχ. ουσ. λάκκος και το υποκορ. επίθμ. -ίον > Πβ. απανωλάκκι, κατωλάκκι
1. Πέτρινη ή ξύλινη γούρνα δίπλα σε βρύση ή πηγάδι, για το πότισμα των ζώων ό.π.τ. : Γιόμου ντου λατσ̑ί λερό (Γέμισε την γούρνα νερό) Μισθ. -Κοτσαν. Παίριξα 'α χέκιξα 'α σου λατσ̑ί (Τα έπαιρνα, τα έβαζα στην γούρνα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γιαλάκι, γούρνα, γουρνί, οστράκι :1, χαβούζι
2. Πέτρινη γούρνα στο έξω μέρος του σπιτιού προς τον δρόμο, με νερό για να πίνουν οι διαβάτες Μισθ. Συνών. μουσλούκι
3. Πέτρινη σκάφι Μισθ.
4. Πλυσταριό Μισθ. Συνών. γιουνάχι :1, πλακόνι :1, πλυσταριό