λακκί
(ουσ. ουδ.)
λακκί
[laˈci]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
λατσ̑ί
[laˈtʃi]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το μεσν. ουσ. λακκίν = δοχείο, το οπ. από το αρχ. ουσ. λάκκος και το υποκορ. επίθμ. -ίον > -ί
Πβ.
απανωλάκκι,
κατωλάκκι
2. Πέτρινη γούρνα στο έξω μέρος του σπιτιού προς τον δρόμο, με νερό για να πίνουν οι διαβάτες
Μισθ.
Συνών.
μουσλούκι :3
3. Πέτρινη σκάφι
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025