ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαδιώνας (επίθ.) λαδιώνας [laˈðʝonas] Ανακ. Από το ουσ. λάδι και το παραγωγ. επίθ. -ώνας.
1. Ως επίθ., ο σχετικός με λάδι Ανακ. : Λαδιώνας τσ̑ιρἐκια (λυχνάρια που έκαιγαν λινέλαιο) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Ως ουσ., δοχείο λαδιού Ανακ. Συνών. λαδερό, λαδίκα