λαδιώνας
(επίθ.)
λαδιώνας
[laˈðʝonas]
Ανακ.
Από το ουσ. λάδι και το παραγωγ. επίθ. -ώνας.
1. Ως επίθ., ο σχετικός με λάδι
Ανακ.
:
Λαδιώνας τσ̑ιρἐκια
(λυχνάρια που έκαιγαν λινέλαιο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.