ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαγούμι (ουσ. ουδ.) λαγούμ' [laˈɣum] Σινασσ., Φλογ. λαβούμ' [laˈvum] Μισθ. Νεότ. ουσ. λαγούμι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. lağım, πιθ. αντιδάν. από το ελλ. λάκκωμα (βλ. TBKKS).
1. Υπόγεια κατοικία, λαγούμι Μισθ., Φλογ. Πβ. καταφύγι, κελλάρι
2. Yπόνομος, οχετός Σινασσ. Συνών. αβγόνι :1, δέργος :1