λαγούμι
(ουσ. ουδ.)
λαγούμ'
[laˈɣum]
Σινασσ., Φλογ.
λαβούμ'
[laˈvum]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. λαγούμι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. lağım, πιθ. αντιδάν. από το ελλ. λάκκωμα (βλ. TBKKS).