λαγινίτσα
(ουσ. θηλ.)
λαγινίτσα
[laʝiˈnitsa]
Αξ.
γαλινίτσα
[ɣaliˈnitsa]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. λαγινίς = είδος φυτού (βλ. LBG) και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα. O τύπ. γαλινίτσα με μετάθ.