λαγηνοστάσι
(ουσ. ουδ.)
λαγηναστάσ'
[laʝinaˈstas]
Μαλακ., Φλογ.
λαηνοστάσ'
[lainoˈstas]
Σινασσ.
Θηλ.
λαηναστάσ̑α
[lainaˈstaʃa]
Φλογ.
Από το ουσ. λαγήνι και το β΄ συνθετ. -στάσιο (πβ. εἰκονόστασις > εἰκονοστάσιον). Η τροπή του συνδετ. φων. [ο] > [a] πιθ. λόγω υποχωρ. αφομοίωσης. Ο τύπ. θηλ. αναλογ. από τον πληθ. ουδ. σε -α.
Επιτοίχιο λίθινο στήριγμα λαγηνιών, όπου αυτά στερεώνονταν επικλινώς ώστε να χύνεται εύκολα το νερό
ό.π.τ.