ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαγγεύω (ρ.) 'αντζ̑εύω [anˈdʒevo] Φάρασ. Μεσν. ρ. λαγγεύω = συσπώμαι, τινάζομαι (LBG). Για την αποβολή του αρκτ. [l] βλ. Ανδριώτης (1948: 30). Η σημ. ‘προκαλώ πόνο’ και Κύπρ.
Πονώ : || Παροιμ. Τα ποιό σου λαχτύλι 'α κόπ' τσ̑ι τζ̑ό 'α 'αντζ̑έπ'; (Ποιο δάχτυλό σου θα κόψεις και δεν θα πονέσει;˙ οι γονείς αγαπούν το ίδιο όλα τα παιδιά τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.