ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λάκιν (σύνδ.) λάκιν [laˈcin] Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. Από τον τουρκ. σύνδ. lakin = αλλά, όμως.
Αλλά ό.π.τ. : Ψ̑ήσε με έξε ίνgες qαbάb, λάκιν άσο φιλάν ντο qασάπ να φέρεις το κιριάς (Ψήσε μου έξι ουγγιές κεμπάπ, αλλά να φέρεις το κρέας από τον τάδε χασάπη) Φλογ. -Dawk. Συραίνουν τσ̑αι τον αδεφό μου λάκιν τζ̑ο μπόρ'καν ντα σκοτώσουν (Πυροβολούν και τον αδερφό μου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον σκοτώσουν) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Κοντούν τα 'πέσου λάκιν το φσ̑αχόκκο λέ' τι κι "'γώ 'πέσου τζ̑ο μπαίνω" (Τους ρίχνουν στην φυλακή αλλά το παιδί λέει: «Εγώ φυλακή δεν μπαίνω») Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. αλλά, αμμά, για :1