λάκιν
(σύνδ.)
λάκιν
[laˈcin]
Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Από τον τουρκ. σύνδ. lakin = αλλά, όμως.
Αλλά
ό.π.τ.
:
Ψ̑ήσε με έξε ίνgες qαbάb, λάκιν άσο φιλάν ντο qασάπ να φέρεις το κιριάς
(Ψήσε μου έξι ουγγιές κεμπάπ, αλλά να φέρεις το κρέας από τον τάδε χασάπη)
Φλογ.
-Dawk.
Συραίνουν τσ̑αι τον αδεφό μου λάκιν τζ̑ο μπόρ'καν ντα σκοτώσουν
(Πυροβολούν και τον αδερφό μου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον σκοτώσουν)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
Κοντούν τα 'πέσου λάκιν το φσ̑αχόκκο λέ' τι κι "'γώ 'πέσου τζ̑ο μπαίνω"
(Τους ρίχνουν στην φυλακή αλλά το παιδί λέει: «Εγώ φυλακή δεν μπαίνω»)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
αλλά, αμμά, για :1