λάκιν
(σύνδ.)
λάκιν
[laˈcin]
Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Από τον τουρκ. σύνδ. lakin = αλλά, όμως.
Αλλά
ό.π.τ.
:
Ψ̑ήσε με έξε ίνgες qαbάb, λάκιν άσο φιλάν ντο qασάπ να φέρεις το κιριάς
(Ψήσε μου έξι ουγγιές κεμπάπ, αλλά να φέρεις το κρέας από τον τάδε χασάπη)
Φλογ.
-Dawk.
Συραίνουν τσ̑αι τον αδεφό μου λάκιν τζ̑ο μπόρ'καν ντα σκοτώσουν
(Πυροβολούν και τον αδελφό μου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον σκοτώσουν)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
Κονdούν τα 'πέσου λάκιν το φσ̑αχόκκο λέ' τι κι "'γώ 'πέσου τζ̑ο μπαίνω"
(Τους ρίχνουν στην φυλακή αλλά το παιδί λέει: «Εγώ φυλακή δεν μπαίνω»)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Χ̇έκαν την υπογραφή τ’νε να ζορμονήσ̑’ τη γλώσσα τ’νε λάκιν και γλώσσα τ’νε ντεν το ζορμόνησαν
(Έβαλαν την υπογραφή τους να λησμονήσουνε την γλώσσα τους αλλά και την γλώσσα τους δεν την λησμόνησαν)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αλλά, αμμά, για
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025