για (I)
(μόρ.)
για
[ʝa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Από το τουρκ. μόρ. ya.
Βεβαιωτικό, φατικό μόρ.
ό.π.τ.
:
Ατζ̑εί έβγκαλε ο βασιλός έξε σ̑ίλε λίρες, δώdζ̑εν ντα, πήρεν ντο μαχτσούμι. Τζ̑ο μπουάνκεν ντο για;
(Εκεί έβγαλε ο βασιλιάς 6.000 λίρες, τις έδωσε, πήρε το παιδί. Όχι που δεν θα το πουλούσε!)
Φάρασ.
-Dawk.
Καχόουσι να φας, πιο γλυτσ̑ύ φαΐ τσόι· νηστικά ήδουμιστι για
(Καθόσουν να φας, πιο γλυκό το φαΐ τότε· αφού ήμασταν νηστικοί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ατσ̑είνο η βιβλιοθήκη ήρτεν σην Ελλάδα για, μα πόρ'καμ' ν'τα ναύρουμι!
(Εκείνη η βιβλιοθήκη ήρθε στην Ελλάδα, βέβαια, αλλά (το χειρόγραφο) δεν μπορέσαμε να το βρούμε!)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Ντράνα για! Ούτσ̑α γανdαρίζ' μεγάλα κιτάπια κι ένα κανόνα ντεν ήβρε 'ς ετό τ' όργο
(Δες για! Τόσο μεγάλα βιβλία κι έναν κανόνα δεν βρήκε σχετικά με αυτή την περίπτωση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αν ήτουν καλό σ̑έι, ντε βαήκνισ̑κε το σεράι και νισ̑κότουν χαμαμτζ̑ής· γαραdζ̑ά ντέν ντο βάφ'κε άνdρα τ' για!
(Αν αυτή ήταν κάτι καλό, δεν θα άφηνε το παλάτι για να γίνει λουτράρισσα· άδικα δεν την άφησε ο άντρας της για!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Και λέχ' το φίθ': «Να σε κενdήσω», κι εκείνο άθρωπος λέχ': «Να με κενdήεις για; Ας πάμε ας ντανισ̑τούμε ιγκεινά το ιρμάχ'»
(Και λέει το φίδι: «Θα σε τσιμπήσω», κι εκείνος ο άνθρωπος λέει: «Στ' αλήθεια θα με τσιμπήσεις; Ας πάμε να συμβουλευτούμε εκείνο το ποτάμι»)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ωχ για!
(Ωχ βέβαια!˙ καλά να πάθεις!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
τα, χι, χίτια
β.
Αντιθετικός παρατακτικός σύνδ., αλλά
Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ταυρείς για τζ̑ο δε σ' αφήνω
(Τραβάς αλλά δεν σ'αφήνω
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Κοτιλετίνκαν τη νύφη να νάρθει για η νύφη τζ̑οὔρθε
(Περίμεναν την νύφη να έρθει αλλά η νύφη δεν ήρθε
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήρτα, για κανείνα τζ̑ο είδα
(Ήρθα αλλά δεν είδα κανέναν
)
Φάρασ.
-Bağr.
Πήγαμ' για ντέν ντο είdιαμ'
(Πήγαμε αλλά δεν τον είδαμε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν έρτ', καλά· γκια α ντεν έρτ'
(Αν έρθει, έχει καλώς· αλλά αν δεν έρθει;
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αμ-μά τράνησ' οπ' του στόμα σου μη πεις ότσ̑ι «'ρώ τ' ζεγκίνι κό μου 'ναι», για «Κο μας ένι» πε
(Αλλά κοίτα μην πεις με το στόμα σου «Αυτός ο πλούτος είναι δικός μου», αλλά πες «Δικός μας είναι»
)
Σίλ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Στον γκόσμο πήρα το χαβασιλι-έχ̇ι μου, για ισάνι είμαι, πάλι ομντι-έζω
(Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, αλλά άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω
˙
ο άνθρωπος όσο κι αν γλεντήσει, όσο κι αν απολαύσει τον κόσμο, ποτέ δεν τον χορταίνει· συνήθως αυτό λεγόταν από ηλικιωμένους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.