ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γετώ (ρ.) γετώ [ʝeˈto] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Αόρ. γέτ'σα [ˈʝetsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. yedmek = οδηγώ ζώο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yetmek.
Οδηγώ ζώο ό.π.τ. : Γετώ ντ' αλούγαδα σου πουγκάρ' (Οδηγώ τα άλογα στην πηγή) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. παγάζω
β. Μτφ., καθοδηγώ, ιδίως νέους Μισθ.