γετώ
(ρ.)
γετώ
[ʝeˈto]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Αόρ.
γέτ'σα
[ˈʝetsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. yedmek = οδηγώ ζώο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yetmek.
Οδηγώ ζώο
ό.π.τ.
:
Γετώ ντ' αλούγαδα σου πουγκάρ'
(Οδηγώ τα άλογα στην πηγή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
παγάζω
β.
Μτφ., καθοδηγώ, ιδίως νέους
Μισθ.