γεφσέν
(ουσ.)
γεφσ̑έν
[ʝefˈʃen]
Αξ.
Πληθ.
γεφσ̑ένια
[ʝefˈʃeɲa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. yavşan, ονομασία διάφορων αυτοφυών θαμνοειδών φυτών· πιθ. Artemisia Judaica (Λεξ. Redhouse). Στην περιοχή της Νίγδης η λ. δηλώνει φυτό που χρησιμοποιείται ως καύσιμο.
Αυτοφυές θαμνοειδές φυτό που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για το τζάκι