γη
(ουσ. θηλ.)
γη
[ʝi]
Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
χη
[çi]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
γης
[ʝis]
Αραβ., Σίλ.
ιγή
[iˈʝi]
Σίλ.
ιγής
[iˈʝis]
Σίλ.
ιή
[iˈi]
Σίλ., Φλογ.
ν̑ιγή
[ɲiˈʝi]
Σίλ.
ν̑ιή
[ɲiˈi]
Σίλ.
'η
[i]
Δίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. γῆ. Ο τύπ. γης ήδη μεσν., πιθ. από την φραστική δομή κατά γης (Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α', 523-524). Οι τύπ. ιγή και ιγής ήδη μεσν. με προθετ. φων. από επανανάλυση κατά την συνεκφορά με τα οριστ. άρθρ. η και οι (CGMG 41). Στην Καππαδοκία σχεδόν πάντοτε σε συνεκφ. με την πρόθ. εις.
1. Γη, έδαφος
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ξέρασι γης φέτους
(Ξεράθηκε η γη φέτος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ν̑ιή είσ̑ι τ͑όζι
(Η γη είχε σκόνη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Και μι το ερχότουν, το σ̑άφκι τ' 'αν ντ' όλιο έπεφτεν σ̑η γη
(Και καθώς ερχόταν, το φως της έπεφτε πάνω στην γη όπως ο ήλιος)
Τελμ.
-Dawk.
Άμα πάντ'ζαν 'ς τη γη, ευτύς φύσ'σεν συρίχτρα δύο φοράς
(Άμα πάτησαν στο έδαφος, αμέσως φύσηξε την σφυρίχτρα δύο φορές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ο Χαdζηεφενdής πετάνgινι, τα πράδα του τσ̑ό πατείνgανι 'ς τη 'η
(Ο Χατζηαφεντής πετούσε, τα πόδια του δεν πατούσαν στην γη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τα λίρας 'πούχωσά τα σ̑η χη
(Τις λίρες τις έθαψα στην γη)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Κάτω 'ς τη ’η βουλούνdαι
(Βουλιάζουν κάτω στην γη)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
'ς ξερόν ντη χη
(Στην ξερή γη˙ καταγής)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ουρανός γαπάντσεν 'ς̑ τη χη
(Ο ουρανός κλείστηκε στην γη˙ σκοτείνιασε, θα βρέξει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σαλάντ’σι κάτ’ 'ς τη χη
(Κουνήθηκε κάτω στην γη˙ Εγινε σεισμός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'πότ' σε αραdι̂́ζω στον ουρανό, ηύρα σε 'ς τη χη
(Ενώ σε ψάχνω στον ουρανό, σε βρήκα στην γη˙ για αναπάντεχη συνάντηση)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ο κονdός όσο έν' απάνω ασ' την γη, άλλο τόσο και κάτω
(Ο κοντός άνθρωπος όσο ύψος έχει πάνω από την γη, άλλο τόσο και κάτω από αυτήν˙ για την πονηριά των κοντών)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ήκ'σεν τα Θεός και βρόντησε, και γη στενοχωρέθη
(Άκουσ' ο Θεός και βρόντηξε, κι η γη στεναχωρέθηκε)
Σινασσ.
-Lag.
Τζ̑αι σταυρώθη στ’ ’η μπρουχώθη
Σε τρία ημέρες ’αρώθη (Και σταυρώθηκε, στην γη θάφτηκε
Σε τρεις μέρες αναστήθηκε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ειστηγή, χώμα
Σε τρία ημέρες ’αρώθη (Και σταυρώθηκε, στην γη θάφτηκε
Σε τρεις μέρες αναστήθηκε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ειστηγή, χώμα
β.
Ως φρ. τσ̑ην ιγή, καταγής, κατάχαμα
Σίλ.
:
Ρέν τα έχουμ’ τσ̑ην ιγή, γιουξέι τα έχουμι
(Δεν τα έχουμε κατάχαμα, ψηλά τα έχουμε
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ντώνουμ' τα τσ̑ην ιγή και νίσκονται π͑αρτσά π͑αρτσ̑ά
(Τα χτυπάμε κάτω και γίνονται κομμάτια
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιουπλώσ'καμ' τσ̑ην ιή
(Ξαπλώσαμε καταγής
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Πρόσ’πους μου κατέβ’κι τσ̑ην ιγή οπ’ τρόπιασμα
(Το πρόσωπο μου κατέβηκε στην γη από την ντροπή
˙
ντράπηκα πολύ, μου έπεσαν τα μούτρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
γ.
Εδώ
Αραβ.
:
Κάτσε γης
(Κάτσε εδώ
)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.
2. Κατώφλι πόρτας
Σίλ.
:
Σέλουμ’ να σάσουμ’ τση ν̑ιή μας· χάλασεν
(Θέλουμε να φτιάξουμε το κατώφλι μας· χάλασε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
εσίκι :1, καντούνι, κατώφλι