ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

για να (σύνδ.) για να [ʝaˈna] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. Από το μεσν. διά νά, το οπ. από τον συνδυασμό της αρχ. πρόθ. διά (βλ. για ΙΙ) και του συνδ. να, προκειμένου να δοθεί σαφέστερα η σημ. του σκοπού, βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Β', 494-496). Ακολούθησε συνίζηση και αποβ. του [ð] (βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α', 197) ίσως ήδη κατά την μεσν. περίοδο, αν και το για να μαρτυρείται μόνο στην νεότ.
Τελικός σύνδεσμος ό.π.τ. : Πήγε για να σκοτώσ̑' τα κλέφτε (Πήγε για να σκοτώσει τους κλέφτες) Γούρδ. -Dawk. Έστρωσεν το στράτα με χαλιά για να περάσ̑' το παιδί (Έστρωσε τον δρόμο με χαλιά για να περάσει το παιδί) Σίλατ. -Dawk. Κρυβίσ̑τα για να πάρω ναίκα (Κρύφτηκα για να πάρω μιά γυναίκα, δηλ. να παντρευτώ) Αξ. -Dawk. Για να π͑άρου παρά (Για να πάρω χρήματα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ισύ τσ̑είσι γιατρός, ογώ είπα δου σε σένα, για να 'ου ποίκις καλά δου φσ̑άχι μ' (Εσύ είσαι γιατρός, εγώ το είπα σε σένα, για να το κάνεις καλά το παιδί μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Εσέν τα λέγω πεθερά για να τ' ακούσ' η νύφη (Σ' εσένα τα λέω, πεθερά, για να τ' ακούσ' η κόρη˙ όταν μιλάμε σε τρίτους για να παροτρύνουμε εμμέσως κάποιον άλλο) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Δούλεψε, ξένε μ' δούλεψε, κι εγώ να σε παντρέψω
Πάλι ο ξένος δούλευεν στον τόπον για να πάγει
(Δούλεψε, ξένε μου, δούλεψε, κι εγώ θα σε παντρέψω
Πάλι ο ξένος δούλευε στον τόπο του για να πάει)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. ας :3, να, ντεγί