γεφύρι
(ουσ. ουδ.)
γεφύρι
[ʝeˈfiri]
Ανακ., Φάρασ.
γεθύρι
[ʝeˈθiri]
Κίσκ., Φάρασ.
γιοφύρι
[ʝoˈfiri]
Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ.
γιοφύρ'
[ʝoˈfir]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
γεθύρε
[ʝeˈθire]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. γεφύριον. Ο τύπ. γιοφύρι ήδη μεσν.
Γέφυρα
ό.π.τ.
:
Δέκα καμαρώ γεφύρι
(Γεφύρι με δέκα καμάρες)
Ανακ.
-Cost.
Πήεν σο γεθύρι, τζ̑αι φύαξεν αdζ̑εί σώστου να νάρτ’ Αράπ'
(Πήγε στο γεφύρι και παραφύλαξε εκεί ώσπου να έρθει ο Αράπης)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Κόπεν Άτανας το γιοφύρ'
(Γκρεμίστηκε το γεφύρι των Αδάνων)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Να ποίκ' αν μπεγάιδιν τζ̑' α γεθύρι, πε τι κι παρπάτ'σες σου Χριστού τη στράτα
(Αν φτιάξεις ένα πηγάδι κι ένα γεφύρι, πες ότι περπάτησες στον δρόμο του Χριστού˙ όποιος κάνει κοινωφελή έργα, είναι πραγματικός πιστός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ιννιάι μαστόροι τό ’χτιναν το Αδάνας το γιοφύρι
Ολημεριώς το χτίνανε, κάθε βράδυ χαλούνταν (Εννιά μαστόροι τό 'χτιζαν των Αδάνων το γεφύρι
Ολημερίς το έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. καμάρα :3, κιοπρού
Ολημεριώς το χτίνανε, κάθε βράδυ χαλούνταν (Εννιά μαστόροι τό 'χτιζαν των Αδάνων το γεφύρι
Ολημερίς το έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. καμάρα :3, κιοπρού