ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεφύρι (ουσ. ουδ.) γεφύρι [ʝeˈfiri] Ανακ., Φάρασ. γεθύρι [ʝeˈθiri] Κίσκ., Φάρασ. γιοφύρι [ʝoˈfiri] Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ. γιοφύρ' [ʝoˈfir] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ. Πληθ. γεθύρε [ʝeˈθire] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. γεφύριον. Ο τύπ. γιοφύρι ήδη μεσν.
Γέφυρα ό.π.τ. : Δέκα καμαρώ γεφύρι (Γεφύρι με δέκα καμάρες) Ανακ. -Cost. Πήεν σο γεθύρι, τζ̑αι φύαξεν αdζ̑εί σώστου να νάρτ’ Αράπ' (Πήγε στο γεφύρι και παραφύλαξε εκεί ώσπου να έρθει ο Αράπης) Φάρασ. -Παπαδ. Κόπεν Άτανας το γιοφύρ' (Γκρεμίστηκε το γεφύρι των Αδάνων) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Να ποίκ' αν μπεγάιδιν τζ̑' α γεθύρι, πε τι κι παρπάτ'σες σου Χριστού τη στράτα (Αν φτιάξεις ένα πηγάδι κι ένα γεφύρι, πες ότι περπάτησες στον δρόμο του Χριστού˙ όποιος κάνει κοινωφελή έργα, είναι πραγματικός πιστός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ιννιάι μαστόροι τό ’χτιναν το Αδάνας το γιοφύρι
Ολημεριώς το χτίνανε, κάθε βράδυ χαλούνταν
(Εννιά μαστόροι τό 'χτιζαν των Αδάνων το γεφύρι
Ολημερίς το έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. καμάρα :3, κιοπρού