γεφυράτης
(ουσ. αρσ.)
γεθυράτ'
[ʝeθiˈrat]
Φάρασ.
Από το ουσ. γεφύρι, όπου και τύπ. γεθύρι, και το παραγωγ. επίθμ. -άτος.
Φύλακας γεφυριού