γετιστίζω
(ρ.)
γετισ̑τίζω
[ʝetiˈʃtizo]
Αξ., Μαλακ.
γετ͑ισ̑τι-έω
[ʝetʰiʃtiˈeo]
Φάρασ.
γετισ̑τώ
[ʝetiˈʃto]
Σίλ., Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. yetişmek = α) φθάνω κάπου ή κάποιον β) προλαβαίνω γ) μεγαλώνω.
1. Προλαβαίνω
Αξ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ.
:
Μα τ' ατό το σάλεμα ντε γετισ̑τίζουμ'
(Μ' αυτό τον βηματισμό δεν προλαβαίνουμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αποσώνω :2, γετίζω :3, γετιστιρντίζω, καταφτάνω, ουλαστίζω, συφτάνω :2
2. Φθάνω
Φάρασ., Φλογ.
:
'πότ' λεν ετό, γετισ̑τούνε σο σπίτ' και στέκνουνε θυραμιό
(Καθώς έλεγαν αυτό, φθάνουν στο σπίτι και στέκονται μπροστά στην πόρτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πορπατούν μέρες, πορπατούν μήνες, γετιστούν 'ς το βουγνί
(Περπατούν μέρες, περπατούν μήνες, φθάνουν στο βουνό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ποιος γετιστά να πάρ' τ' οβγό;
(Ποιος φτάνει να πάρει το αβγό;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Παροιμ.
Το λέγ' «Να κάψω τ' αλών'» κανείς, 'ς τ' αλών' ντε γετισ̑τίζ'
(Αυτός που λέει «θα κάψω το αλώνι», στο αλώνι δεν φτάνει˙ οι απειλές σπανίως πραγματοποιούνται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γετίζω :2, ουλατίζω, συφτάνω :1, φτάνω