ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γετιστίζω (ρ.) γετισ̑τίζω [ʝetiˈʃtizo] Αξ., Μαλακ. γετ͑ισ̑τι-έω [ʝetʰiʃtiˈeo] Φάρασ. γετισ̑τώ [ʝetiˈʃto] Σίλ., Φλογ. Από το τουρκ. ρ. yetişmek = α) φθάνω κάπου ή κάποιον β) προλαβαίνω γ) μεγαλώνω.
1. Προλαβαίνω Αξ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. : Μα τ' ατό το σάλεμα ντε γετισ̑τίζουμ' (Μ' αυτό τον βηματισμό δεν προλαβαίνουμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αποσώνω :2, γετίζω :3, γετιστιρντίζω, καταφτάνω, ουλαστίζω, συφτάνω :2
2. Φθάνω Φάρασ., Φλογ. : 'πότ' λεν ετό, γετισ̑τούνε σο σπίτ' και στέκνουνε θυραμιό (Καθώς έλεγαν αυτό, φθάνουν στο σπίτι και στέκονται μπροστά στην πόρτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πορπατούν μέρες, πορπατούν μήνες, γετιστούν 'ς το βουγνί (Περπατούν μέρες, περπατούν μήνες, φθάνουν στο βουνό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Ποιος γετιστά να πάρ' τ' οβγό; (Ποιος φτάνει να πάρει το αβγό;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Το λέγ' «Να κάψω τ' αλών'» κανείς, 'ς τ' αλών' ντε γετισ̑τίζ' (Αυτός που λέει «θα κάψω το αλώνι», στο αλώνι δεν φτάνει˙ οι απειλές σπανίως πραγματοποιούνται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γετίζω :2, ουλατίζω, συφτάνω :1, φτάνω
3. Ωριμάζω Φάρασ. Συνών. γετίζω :4, γίνομαι :2, κεβρεντίζω, φτάνω