γεσίρης
(ουσ. αρσ.)
γεσίρης
[ʝeˈsiris]
Σινασσ.
γεσίρ'
[ʝeˈsir]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
γεσ̑ίρ
[ʝeˈʃir]
Φλογ.
Θηλ.
γεσίρτ͑σα
[ʝeˈsirtʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
γεσίρι
[ʝeˈsiri]
Φάρασ.
Πληθ.
γιασίροι
[ʝaˈsiri]
Φάρασ.
γεσίρια
[ʝeˈsirʝa]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. γεσίρι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 13.9.9 «ἔκαμε τζαπούλι, καὶ ἐπῆρεν ἕως δύο χιλιάδας γεσίρια», το οπ. από το τουρκ. ουσ. esir = αιχμάλωτος, όπου και διαλεκτ. τύπ. yesir. Η λ. και Θράκ. Ήπ. με τον τύπ. γεσίρης.
1. Αιχμάλωτος
ό.π.τ.
:
Άλλα σκότωσαν, άλλα έπιασαν γεσίρ', άλλα κατακώλ'σαν ντα
(Άλλους σκότωσαν, άλλους έπιασαν αιχμαλώτους, άλλους τους κυνήγησαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Όποιος δε πόρ’ζεν να τρέξ’ πολύ, πέφτισ̑κεν γεσ̑ίρ’
(Όποιος δεν μπορούσε να τρέξει πολύ, έπεφτε αιχμάλωτος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ντα γεσίρια χανιόδαν απ' του πάγους
(Οι αιχμάλωτοι πέθαιναν από το κρύο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είχαμέν τα γιασίροι
(Τους είχαμε αιχμαλώτους)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
κολές
2. Το παιχνίδι σκλαβάκια, που παίζεται από δύο ομάδες αποτελούμενες από πέντε έως δέκα άτομα, με στόχο η μία ομάδα να αιχμαλωτίσει τους παίκτες της άλλης
Αξ., Σίλατ., Φλογ.
Συνών.
τουζλαμά