γερόκκος
(ουσ. αρσ.)
γερόκκος
[ʝeˈrokos]
Φάρασ.
γερόκκους
[ʝeˈrokus]
Φάρασ.
Από το ουσ. γέρος και το υποκορ. επίθμ. -όκκος.
Πβ.
γέρος
Γεράκος
:
Ήρτε 'στέρου 'σ' το Θεό πιταγμένο α γερόκκος
(Μετά ήρθε ένας γεράκος σταλμένος από τον Θεό)
Φάρασ.
-Dawk.