γερανός
(ουσ. αρσ.)
γιαρανό
[ʝaraˈno]
Φάρασ.
Πληθ.
γιαρανά
[ʝaraˈna]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. γερανός < μεταγν. ὁ γέρανος < αρχ. ἡ γέρανος.
Το πτηνό γερανός
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Στάθη, στάθη, δώτσεν ντο γιαρανό σο 'φτάλμι
(στάθηκε, στάθηκε, χτύπησε τον γερανό στο μάτι˙ για τους ανθρώπους, οι οποίοι αν και αργοπορούν, επιτυγχάνουν στο τέλος τους στόχους τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κάζι