γερανός
(ουσ. αρσ.)
γιαρανό
[ʝaraˈno]
Φάρασ.
Πληθ.
γιαρανά
[ʝaraˈna]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. γερανός < μεταγν. ὁ γέρανος < αρχ. ἡ γέρανος.