ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερανός (ουσ. αρσ.) γιαρανό [ʝaraˈno] Φάρασ. Πληθ. γιαρανά [ʝaraˈna] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. γερανός < μεταγν. ὁ γέρανος < αρχ. ἡ γέρανος.
Το πτηνό γερανός Φάρασ. : || Παροιμ. Στάθη, στάθη, δώτσεν ντο γιαρανό σο 'φτάλμι (στάθηκε, στάθηκε, χτύπησε τον γερανό στο μάτι˙ για τους ανθρώπους, οι οποίοι αν και αργοπορούν, επιτυγχάνουν στο τέλος τους στόχους τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κάζι :2, ντουρνά