γεραλμασί
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
γεραλμασίδα
[ʝeralmaˈsiða]
Φάρασ.
γερελαλασίδια
[ʝerelalaˈsiðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. yer elması = γεώμηλο, πατάτα.